- ἐπουλώσεως
- ἐπουλώσεω̆ς , ἐπούλωσιςcicatrizationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλοσυνάτος — η, ο (Μ καλοσυνάτος) [καλοσύνη] 1. καλός, γαλήνιος, ήπιος, μαλακός (α. «καλοσυνάτο παιδί» β. «καλοσυνάτος καιρός») 2. (για πληγή) αυτός που είναι σε στάδιο επουλώσεως, βελτιώσεως. επίρρ... καλοσυνάτα με καλοσύνη με καλή καρδιά, καλοπροαίρετα… … Dictionary of Greek